τετραπόδου

τετραπόδου
τετράποδος
masc/fem/neut gen sg
τετραπόδης
four-footed
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πισινός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έρχεται, κάθεται ή βρίσκεται πίσω από κάποιον, ο οπίσθιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πισινός οι γλουτοί μαζί με τον πρωκτό, τα οπίσθια 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πισινά i) τα οπίσθια μέρη τού ανθρώπου από την οσφύ και κάτω ii)… …   Dictionary of Greek

  • σούζα — η, και σούζο, το, Ν 1. στάση τετράποδου ζώου κατά την οποία αυτό στηρίζεται μόνο στα δύο πίσω πόδια του 2. φρ. α) «στέκομαι σούζα» μτφ. υπακούω σε κάποιον τυφλά, δουλικά β) «κάνω σούζα» (για οδηγό δικύκλου) σηκώνω το δίκυκλο ενώ το οδηγώ και… …   Dictionary of Greek

  • υπώμαιος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ώμο 2. φρ. «ὑπώμαιος πούς» μπροστινό πόδι τετραπόδου (Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὦμος + κατάλ. αιος*] …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Μπουλ, Τζορτζ — (George Boole, Λίνκολν 1815 – Κορκ 1864). Άγγλος μαθηματικός, πρωτοπόρος της μαθηματικής λογικής. Το όνομα του Μ, συγγραφέα σπουδαίων έργων για τις διαφορικές εξισώσεις και τον λογισμό των «πεπερασμένων διαφορών», συνδέεται προπάντων με το μέγα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”